Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ



Ο παππούς μου μου διηγήθηκε αυτά που είχε περάσει η αδερφή του στη Μικρασιατική Καταστροφή. Ο παππούς μου μου είπε όταν έγινε η Μικρασιατική Καταστροφή ήταν ακόμα στη κοιλιά της μητέρας του. Η αδερφή του όμως όταν έγινε η Μικρασιατική Καταστροφή ήταν εκεί με τους γονείς της και με τα τέσσερα αδέρφια της. Η αδερφή του παππού μου την έλεγαν Βασιλική ήταν οχτώ χρονών και καταλάβαινε τι γινόταν γύρω της. Η Βασιλική διηγήθηκε αυτά στον παππού μου τι είχε περάσει στη Μικρασιατική Καταστροφή. Είπε στον παππού μου ότι γύρω της ήταν οι περισσότεροι άνθρωποι νεκροί. Έβλεπε μόνο το φόβο τω άλλων ανθρώπων όμως δεν μπορούσε να βοηθήσει κανέναν και γιατί ήταν μικρή και επειδή δεν έβλεπε τίποτα από τον κάτασπρο καπνό. Όλοι ήταν πανικοβλημένοι γιατί δεν ήξεραν που να πάνε και έβλεπαν τα αδέρφια τους και τις μητέρες τους να πεθαίνουν χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτα. Η μητέρα της Βασιλικής μου είπε ότι ήταν τρομαγμένη για να μην μας χάσει από κοντά της. Οι Τούρκοι ήταν στην θάλασσα όπως εμείς και έκαναν συνέχεια περιπολίες γύρω μας. Η μητέρα της Βασιλικής είχε μόνο δύο χέρια και δεν μπορούσε να πιάσει και τα τέσσερα παιδιά και ο μπαμπάς ήταν δίπλα που βοηθούσε έναν άνθρωπο που είχε χτυπήσει τα πόδια του. Η μητέρα ήταν μόνη με τέσσερα παιδιά και ξαφνικά ο Γιωργάκης φεύγει από το χέρι της μητέρας και χάθηκε άρχισε η μητέρα μου να βρει το Γιωργάκη αλλά δεν το βρήκε. Τότε εγώ λέω στην μαμά μου να πάω να τον ψάξω επειδή είμαι και η μεγαλύτερη. Η Βασιλική πήγε να βρει τον Γιωργάκη και τον βρήκε μετά από μισή ώρα ψαξίματος κάτω από μια άμαξα που είχε βρει το κουκλάκι του και πήγε να το πάρει. Η Βασιλική πήγε τον Γιωργάκη πίσω στην μητέρα της και η μητέρα της χάρηκε πάρα πολύ. Γύρισε και ο μπαμπάς που ήταν δίπλα και έπιασαν τα παιδιά μισά ο μπαμπάς και μισά η μαμά. Σιγά σιγά όλο  και περισσότερα πτώματα μαζεύονταν γύρω μας και οι Τούρκοι έβαζαν παντού βενζίνη για να κάψουν τα πάντα στην Σμύρνη. Για να μην ζεσταινόμασταν πάρα πολύ βγάζαμε τις μπλούζες μας και τις φούστες μας και τις βάζαμε μέσα στην θάλασσα για να μουσκευτούν και να είναι κρύες και μετά τις ξαναφορούσαμε. Όσα μωρά φώναζαν μαζί με τις μητέρες τους τα σκότωναν. Εμείς δεν μιλούσαμε ούτε μεταξύ μας γιατί δεν θέλανε να μας σκοτώσουν και γιατί φοβόμασταν τόσο πολύ που ούτε η ανάσα μας δεν ακούγονταν. Εκεί που ήμασταν ακούγονταν μόνο φωνές και αυτό μας φόβιζε ακόμα περισσότερο. Όλα τα κτήρια είχαν καταστραφεί ολοσχερώς εκτός από μια εκκλησία. Οι Τούρκοι δεν είχαν καθόλου έλεος. Τις γυναίκες αυτές που φώναζαν τις βίαζαν και τις βασάνιζαν με τον πιο άσχημο τρόπο. Σε μια στιγμή από δίπλα μας περνάει ένας Τούρκος στρατιώτης και όχι μόνο που δεν ακούγονταν η ανάσα μας αλλά ούτε τα βλέφαρά μας δεν κουνήσαμε. Δίπλα μας ήταν πολλά πτώματα και ανάμεσα στα πτώματα ήταν μια γυναίκα που της είχαν κόψει τα χέρια από τον ώμο. Άκουσα κάτι σαν ένα ψίθυρο που έλεγε βοήθεια και πήγα εκεί κοντά για να δω. Είδα αυτή την γυναίκα και τη λυπήθηκα. Γιατί τζάμπα της έκοψαν τα χέρια της. Της έδωσα λίγο νερό αυτό που μας είχε απομείνει για να πιεί και να πλύνει τις πληγές από τα χέρια της. Τα πόδια μας από την πολύ ορθοστασία πληγώθηκαν αλλά κανείς δεν τολμούσε να καθίσει κάτω γιατί ο Τούρκος θα μας σκότωνε άμα καθόμασταν κάτω. Καθώς που ίσα ίσα βλέπαμε ο ένας με τον άλλον είδαμε έναν άνδρα να βουτάει μέσα στη θάλασσα και αμέσως να έρχονται οι τούρκοι και είπε ο Τούρκος στρατηγός κάτι στα τούρκικα και τότε άρχισαν να τον πυροβολούν και τον σκότωσαν στο δευτερόλεπτο. Τότε κοιταχτήκαμε ο ένας με τον άλλον και σκεφτήκαμε ότι δεν υπάρχει λύσει για να φύγουμε από εδώ. Μετά από ώρες ορθοστασίας εμφανίστηκαν κάτι βαρκούλες που χωρούσαν μόνο επτά άτομα μέσα. Μόλις όλοι είδαν τις βαρκούλες άρχισαν να τρέχουν προς στη θάλασσα για να τους πάρουν από εδώ. Όλοι έτρεχαν και σπρώχνονταν ο ένας με τον άλλον μερικοί από το σπρώξιμο έπεσαν μέσα στη θάλασσα και όπως με τον προηγούμενο τους σκότωσαν στον δευτερόλεπτο. Σιγά σιγά όμως έρχονταν οι βάρκες και έπαιρναν τον λίγο κόσμο που είχε απομείνει. Εμείς πηγαίναμε σιγά σιγά για να μην πέσουμε στο νερό και για να μην χαθούμε. Μετά από περίπου μία ώρα ανεβήκαμε στην βάρκα. Σκέφτηκα ότι μπορούσαν να έρθουν πιο νωρίς και να μας πάρουν από εδώ. Δεν χρειάζονταν να πεθάνουν οι περισσότεροι μεγάλοι και παιδιά για να έρθουν να μας πάρουν. Καθώς φεύγαμε από την Ασία με την βαρκούλα έβλεπα πολλά πτώματα και άρχιζα να κλαίω γιατί είναι τόσο άδικο να πεθαίνεις χωρίς λόγο ειδικά τα παιδιά. Είδα όλη την Σμύρνη να καίγετε. Με την βάρκα επιπλέαμε στην θάλασσα  και βλέπαμε πολλές βάρκες να πηγαίνουν προς την Ελλάδα. Η Βασιλική πήγε στην Πορταριά εκεί που γεννήθηκε ο παππούς μου και μου τα διηγήθηκε αυτές τις δύσκολες ώρες στην Σμύρνη. Αυτά που μου είπε ο παππούς μου δεν θα τα ξεχάσω ποτέ.   



                                                 Νίκος   Γεωργαλούσης  Α1

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.