ΑΡΧΑΙΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ
ΑΜΦΑΝΕΣ
Βρίσκονται στη σημερινή θέση «Σωρός».
Οι αναφορές της πόλης, τόσο από τα κείμενα αρχαίων συγγραφέων αλλά και από τις
ανασκαφές στην περιοχή, μας πληροφορούν ότι η ύπαρξη της ανάγεται τουλάχιστον
στην υστεροαρχαική εποχή.
Η πόλη των Αμφανών ήταν πάντοτε ένας
μικρός συνοικισμός, χωρίς βέβαια αυτό να μειώνει τη στρατηγική της θέση και τον
εμπορικό χαρακτήρα που πρέπει να είχε, λόγω ακριβώς της θέσης της αυτής.
Η πόλη πρώτο-ανασκάφθηκε στις αρχές
του προηγούμενου αιώνα από τον Αρβανιτόπουλο, ο οποίος εντόπισε ένα κυκλικό
οχυρωματικό τείχος γύρω από τη βραχώδη κορυφή της ακρόπολης. Ανατολικά και
δυτικά της Ακρόπολης διακρίνονται ίχνη της κάτω Πόλης. Ίχνη κατοικιών
διαφαίνονται σε ακτινωτή διάταξη και πάνω στο λόφο της Ακρόπολης. Έξω από τα
τείχη της πόλης, στο νότιο τμήμα της Ακρόπολης μπορεί κανείς να δει ένα
σημαντικό οικοδόμημα που από τις διαιρέσεις του διαφαίνεται ότι πρόκειται για
ναό. Η ειδική του αξία είναι ότι δεν παρουσιάζει το κανονικό σχήμα ενός
κλασικού ναού, αλλά ένα πιο αρχαϊκό, του λεγόμενου τύπου του ναού με «εσχάρα».
Στα βορειοδυτικά της αρχαίας πόλης,
στην παραλία ως τις Αλυκές, εκτεινόταν το νεκροταφείο της. Σημαντικός αριθμός
ταφών φιλοξενούσαν κατά βάση ατομικές ταφές. Οι λιγοστοί πολλαπλοί τάφοι ήταν
αποτέλεσμα ακραίων καταστάσεων.
Η χρονολόγηση των τάφων από το
νεκροταφείο των Αμφανών, που συμπίπτει με τη διάρκεια ζωής της πόλης, φανερώνει
τη διακοπή της εγκατοίκησής της στις αρχές του 30υ αιώνα π.Χ. , εποχή κατά την
οποία ο μακεδόνας βασιλιάς Δημήτριος Πολιορκητής, με πυρήνα την κλασική πόλη
των Παγασών, έκτισε την πόλη που πήρε το όνομα του ιδρυτή της.
. Σύμφωνα με τον Εκαταίο, οι Αμφανές
αποτελούσαν μια Δωρική πόλη, ενώ ο Ψευδο-Σκύλαξ συμπεριλαμβάνει το «Αμφαναίον»
στις «πόλεις των Θεσσαλών» 6.
Η εκτεταμένη κατοίκηση που ερευνήθηκε με ανασκαφές των τελευταίων δεκαετιών πάνω και γύρω από το κωνικό ύψωμα Σωρός, έχει προταθεί να ταυτιστεί πλέον με τα ερείπια της πόλης των Αμφανών, που βρίσκονται ανάμεσα στις Παγασές και το Ακρωτήρι Πύρρα (σημερινό Αγκίστρι) 7. Η πόλη ονομάστηκε από το επίθετο «αμφίφανος», που φαίνεται δηλαδή και από τις δύο πλευρές, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τη φυσική θέση της πόλης, που είναι διακριτή στο μυχό του Παγασητικού κόλπου. Η ακρόπολη και η πόλη, που περικλείεται από 5-6 ομόκεντρους οχυρωματικούς περιβόλους, και που διακόπτονται από ιδιόρρυθμη πύλη που οδηγεί στην Ακρόπολη, στην κορυφή του λόφου, ερευνήθηκε από τον Αρβανιτόπουλο το 1906 και εν συνεχεία από το Milojcic το 1973 8. Από το 2004 θεσπίστηκε κοινό ερευνητικό πρόγραμμα της ΙΓ΄ ΕΠΚΑ με το Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας για την έρευνα της πόλης, που κατοικήθηκε κατά τους αρχαϊκούς και κλασικούς χρόνους (5ος-4ος αι. π.Χ.) 9, καθώς και του Ιερού του Απόλλωνα, που βρίσκεται σε απόσταση μερικών δεκάδων μέτρων εξωτερικά των νοτίων τειχών του αρχαίου οικισμού 10. Ο ναός του Απόλλωνα, με διαστάσεις 22,5 x 8,33 μ., με εσωτερική ξύλινη κιονοστοιχία από 10 κίονες, αποτελείται από τον πρόναο και τον σηκό, τον οποίο από τις 3 πλευρές διατρέχει λίθινο θρανίο. Στα ΒΔ της πόλης εκτεινόταν το νεκροταφείο της, όπου ανασκάφηκε σημαντικός αριθμός τάφων με πλούσια κτερίσματα των πρωτογεωμετρικών, αρχαϊκών και κλασικών χρόνων 11. Τα ευρήματα αυτά υποδεικνύουν ότι υπήρξε διακοπή κατοίκησης στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. 12 Η απουσία ελληνιστικής κεραμικής υποδεικνύει ότι μάλλον ο πληθυσμός της πόλης απορροφήθηκε στον συνοικισμό της Δημητριάδας.
Στο ύψωμα Σωρός, ΝΔ των Αμφανών, βρίσκονται τα λατομεία της πόλης των Αμφανών, ενώ στο ίδιο ύψωμα εντοπίστηκαν λείψανα δύο αρχαίων πύργων 13. Επίσης, στη θέση ακρωτήριο Αγκίστρι (αρχαία «άκρα Πύρρα») εντοπίστηκε θαλαμωτός τάφος ελληνιστικών χρόνων, λαξευμένος στο φυσικό βράχο, παρόμοιος με τους αντίστοιχους μακεδονικούς τάφους της Βέροιας και της Πέλλας 14.
Η εκτεταμένη κατοίκηση που ερευνήθηκε με ανασκαφές των τελευταίων δεκαετιών πάνω και γύρω από το κωνικό ύψωμα Σωρός, έχει προταθεί να ταυτιστεί πλέον με τα ερείπια της πόλης των Αμφανών, που βρίσκονται ανάμεσα στις Παγασές και το Ακρωτήρι Πύρρα (σημερινό Αγκίστρι) 7. Η πόλη ονομάστηκε από το επίθετο «αμφίφανος», που φαίνεται δηλαδή και από τις δύο πλευρές, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τη φυσική θέση της πόλης, που είναι διακριτή στο μυχό του Παγασητικού κόλπου. Η ακρόπολη και η πόλη, που περικλείεται από 5-6 ομόκεντρους οχυρωματικούς περιβόλους, και που διακόπτονται από ιδιόρρυθμη πύλη που οδηγεί στην Ακρόπολη, στην κορυφή του λόφου, ερευνήθηκε από τον Αρβανιτόπουλο το 1906 και εν συνεχεία από το Milojcic το 1973 8. Από το 2004 θεσπίστηκε κοινό ερευνητικό πρόγραμμα της ΙΓ΄ ΕΠΚΑ με το Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας για την έρευνα της πόλης, που κατοικήθηκε κατά τους αρχαϊκούς και κλασικούς χρόνους (5ος-4ος αι. π.Χ.) 9, καθώς και του Ιερού του Απόλλωνα, που βρίσκεται σε απόσταση μερικών δεκάδων μέτρων εξωτερικά των νοτίων τειχών του αρχαίου οικισμού 10. Ο ναός του Απόλλωνα, με διαστάσεις 22,5 x 8,33 μ., με εσωτερική ξύλινη κιονοστοιχία από 10 κίονες, αποτελείται από τον πρόναο και τον σηκό, τον οποίο από τις 3 πλευρές διατρέχει λίθινο θρανίο. Στα ΒΔ της πόλης εκτεινόταν το νεκροταφείο της, όπου ανασκάφηκε σημαντικός αριθμός τάφων με πλούσια κτερίσματα των πρωτογεωμετρικών, αρχαϊκών και κλασικών χρόνων 11. Τα ευρήματα αυτά υποδεικνύουν ότι υπήρξε διακοπή κατοίκησης στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ. 12 Η απουσία ελληνιστικής κεραμικής υποδεικνύει ότι μάλλον ο πληθυσμός της πόλης απορροφήθηκε στον συνοικισμό της Δημητριάδας.
Στο ύψωμα Σωρός, ΝΔ των Αμφανών, βρίσκονται τα λατομεία της πόλης των Αμφανών, ενώ στο ίδιο ύψωμα εντοπίστηκαν λείψανα δύο αρχαίων πύργων 13. Επίσης, στη θέση ακρωτήριο Αγκίστρι (αρχαία «άκρα Πύρρα») εντοπίστηκε θαλαμωτός τάφος ελληνιστικών χρόνων, λαξευμένος στο φυσικό βράχο, παρόμοιος με τους αντίστοιχους μακεδονικούς τάφους της Βέροιας και της Πέλλας 14.
Η αρχαία πόλη της Δημητριάδας,
κτισμένη σε στρατηγική θέση του
Παγασητικού κόλπου, πήρε το όνομά της από τον ιδρυτή της, Δημήτριο Πολιορκητή.
Ο Μακεδόνας βασιλιάς στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. συνοίκησε τις μικρές κώμες της
περιοχής, για να δημιουργήσει ένα ισχυρό οικονομικό και πολιτικό κέντρο,
χρησιμοποιώντας ως πυρήνα την κλασική πόλη των Παγασών. Η περιοχή της αρχαίας
Δημητριάδας κάλυπτε σχεδόν όλη τη Μαγνησία και έχει να παρουσιάσει μακραίωνη
ιστορία, η οποία ξεκινά από τη νεολιθική εποχή και φθάνει μέχρι και τα
παλαιοχριστιανικά χρόνια.
Τα παλαιότερα ευρήματα στην περιοχή έχουν αποκαλυφθεί στη μαγούλα Πευκάκια, στη μικρή χερσόνησο απέναντι από τη Δημητριάδα, προς τα βορειοανατολικά. Πρόκειται για λείψανα ενός οικισμού, που κατοικήθηκε για πρώτη φορά στη φάση «κλασικό Διμήνι» της νεολιθικής εποχής και στη φάση «Pαχμάνι», που χρονολογείται στη μετάβαση από την Εποχή του Λιθου στην Εποχή του Xαλκού. Η μεγάλη ακμή του, όμως, σημειώθηκε στην Εποχή του Χαλκού, όταν ανέπτυξε εμπορικές επαφές με το βορειοανατολικό Αιγαίο, τις Κυκλάδες και τη νότια ηπειρωτική Ελλάδα. Ο μυκηναϊκός οικισμός στα Πευκάκια πιστεύεται ότι λειτουργούσε ως λιμάνι της Iωλκού. Ο χώρος αυτός, που συνδέεται με τη ναυτική παράδοση της περιοχής και διατηρεί ακόμη και σήμερα τον αλιευτικό, ναυπηγοεπισκευαστικό και εμπορικό χαρακτήρα του, είναι δικαιολογημένο να υποθέσουμε ότι θα μπορούσε να σχετίζεται με το μύθο της αργοναυτικής εκστρατείας και την κατασκευή της Aργούς, αν δεχθούμε ότι οι μύθοι απηχούν κάποιο ιστορικό υπόβαθρο.
Η επόμενη πολιτιστική φάση στην περιοχή τοποθετείται στην κλασική εποχή. Στο βόρειο τομέα της Δημητριάδας έχουν αποκαλυφθεί πενιχρά, μέχρι στιγμής, αρχιτεκτονικά λείψανα οικιών, ένας μικρός κεραμευτικός κλίβανος και τάφοι. Η ελληνιστική πόλη ιδρύθηκε το 293 π.Χ. για να αποτελέσει τη μια από τις τρεις «κλείδες» ή «πέδες» της Eλλάδας μαζί με τη Xαλκίδα και την Kόρινθο. Ο Δημήτριος και οι άλλοι βασιλείς της δυναστείας των Αντιγονιδών τη χρησιμοποίησαν ως ορμητήριο για πολιτικές και στρατιωτικές επεμβάσεις στη Θεσσαλία και στη νότια Ελλάδα. Με την υποστήριξη των Mακεδόνων βασιλέων η Δημητριάδα εξελίχθηκε σε μεγάλο διεθνές εμπορικό λιμάνι, όπου συνέρρεαν και είχαν εγκατασταθεί μόνιμα πολλοί Έλληνες και ξένοι, από την Iλλυρία, την Ήπειρο και από διάφορες χώρες της Μεσογείου ως τη Mέση Aνατολή, όπως μαρτυρούν τα ονόματα που αναγράφονται σε επιτύμβιες στήλες που έχουν βρεθεί στο χώρο. Η μεγάλη ακμή της πόλης ως οικονομικό, εμπορικό και πολιτικό κέντρο σημειώθηκε από το 217 π.Χ. έως το 168 π.Χ., όταν μετά τη μάχη της Πύδνας το μακεδονικό βασίλειο καταλήφθηκε από τους Ρωμαίους.
Από τον 1ο αι. π.X. η Δημητριάδα έχασε την πολιτική της δύναμη και άρχισε να συρρικνώνεται εδαφικά. Εγκαταλείφθηκε το μεγαλύτερο μέρος της και ο οικισμός περιορίσθηκε στο βόρειο τμήμα της, προς τη θάλασσα, και ακόμη λιγότερο στο νότιο τμήμα της αρχαίας πόλης. Kατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους έχασε μεγάλο μέρος της σημασίας της, εξακολούθησε όμως να παραμένει η πρωτεύουσα του Kοινού των Mαγνήτων, που ήταν περιορισμένο στα όρια της Mαγνησίας. Τo Kοινό των Mαγνήτων επιβίωσε, όπως μαρτυρούν επιγραφές και νομίσματα, έως τα τέλη του 3ου αι. μ.X. Στα τέλη του 3ου - αρχές 4ου αι. μ.X., ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός κατέλυσε τα Kοινά των Θεσσαλών και Mαγνήτων και ανέδειξε τη Θεσσαλία σε ξεχωριστή επαρχία με πρωτεύουσα τη Λάρισα. H ρωμαϊκή περίοδος της θεσσαλικής ιστορίας έκλεισε οριστικά με την ίδρυση της Eπισκοπής της Δημητριάδος επί Mεγάλου Kωνσταντίνου. Η πόλη ξαναγνώρισε σχετική ακμή κατά τον 4ο και 5ο αι. μ.Χ., αλλά εγκαταλείφθηκε οριστικά τον 6ο αι. μ.Χ. Στους τελευταίους αιώνες της βυζαντινής αυτοκρατορίας τη Δημητριάδα διαδέχθηκε ο Βόλος, που βρίσκεται περίπου 1,5 χιλιόμετρο βορειότερα και εξελίχθηκε σε σημερινή πρωτεύουσα του Νομού Μαγνησίας.
Οι ανασκαφές, που άρχισαν στην περιοχή της Δημητριάδας στο τέλος του 19ου αιώνα και συνεχίζονται μέχρι σήμερα, έχουν φέρει στο φως σημαντικά μνημεία και πολλά στοιχεία για τη ζωή και την οργάνωση της αρχαίας πόλης. Ο Απ. Αρβανιτόπουλος ανέσκαψε σε μεγάλη έκταση το τείχος και τους πύργους του, όπου είχαν εντοιχισθεί οι περίφημες γραπτές επιτύμβιες στήλες, καθώς και νεκροταφεία, ιερά και μέρος του ανακτόρου και του θεάτρου. Οι ανασκαφές συνεχίσθηκαν την περίοδο 1956-1961 από τον Δ.Ρ. Θεοχάρη στο θέατρο και στο ανάκτορο, και από Γερμανούς αρχαιολόγους με επικεφαλής τον Vl. Milojcic την περίοδο 1967-1981. Από το 1981 μέχρι σήμερα διενεργούνται συστηματικές και σωστικές ανασκαφές από τη ΙΓ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και παράλληλα πραγματοποιούνται στερεώσεις, συντηρήσεις και αναστηλώσεις μνημείων της αρχαίας πόλης.
Τα παλαιότερα ευρήματα στην περιοχή έχουν αποκαλυφθεί στη μαγούλα Πευκάκια, στη μικρή χερσόνησο απέναντι από τη Δημητριάδα, προς τα βορειοανατολικά. Πρόκειται για λείψανα ενός οικισμού, που κατοικήθηκε για πρώτη φορά στη φάση «κλασικό Διμήνι» της νεολιθικής εποχής και στη φάση «Pαχμάνι», που χρονολογείται στη μετάβαση από την Εποχή του Λιθου στην Εποχή του Xαλκού. Η μεγάλη ακμή του, όμως, σημειώθηκε στην Εποχή του Χαλκού, όταν ανέπτυξε εμπορικές επαφές με το βορειοανατολικό Αιγαίο, τις Κυκλάδες και τη νότια ηπειρωτική Ελλάδα. Ο μυκηναϊκός οικισμός στα Πευκάκια πιστεύεται ότι λειτουργούσε ως λιμάνι της Iωλκού. Ο χώρος αυτός, που συνδέεται με τη ναυτική παράδοση της περιοχής και διατηρεί ακόμη και σήμερα τον αλιευτικό, ναυπηγοεπισκευαστικό και εμπορικό χαρακτήρα του, είναι δικαιολογημένο να υποθέσουμε ότι θα μπορούσε να σχετίζεται με το μύθο της αργοναυτικής εκστρατείας και την κατασκευή της Aργούς, αν δεχθούμε ότι οι μύθοι απηχούν κάποιο ιστορικό υπόβαθρο.
Η επόμενη πολιτιστική φάση στην περιοχή τοποθετείται στην κλασική εποχή. Στο βόρειο τομέα της Δημητριάδας έχουν αποκαλυφθεί πενιχρά, μέχρι στιγμής, αρχιτεκτονικά λείψανα οικιών, ένας μικρός κεραμευτικός κλίβανος και τάφοι. Η ελληνιστική πόλη ιδρύθηκε το 293 π.Χ. για να αποτελέσει τη μια από τις τρεις «κλείδες» ή «πέδες» της Eλλάδας μαζί με τη Xαλκίδα και την Kόρινθο. Ο Δημήτριος και οι άλλοι βασιλείς της δυναστείας των Αντιγονιδών τη χρησιμοποίησαν ως ορμητήριο για πολιτικές και στρατιωτικές επεμβάσεις στη Θεσσαλία και στη νότια Ελλάδα. Με την υποστήριξη των Mακεδόνων βασιλέων η Δημητριάδα εξελίχθηκε σε μεγάλο διεθνές εμπορικό λιμάνι, όπου συνέρρεαν και είχαν εγκατασταθεί μόνιμα πολλοί Έλληνες και ξένοι, από την Iλλυρία, την Ήπειρο και από διάφορες χώρες της Μεσογείου ως τη Mέση Aνατολή, όπως μαρτυρούν τα ονόματα που αναγράφονται σε επιτύμβιες στήλες που έχουν βρεθεί στο χώρο. Η μεγάλη ακμή της πόλης ως οικονομικό, εμπορικό και πολιτικό κέντρο σημειώθηκε από το 217 π.Χ. έως το 168 π.Χ., όταν μετά τη μάχη της Πύδνας το μακεδονικό βασίλειο καταλήφθηκε από τους Ρωμαίους.
Από τον 1ο αι. π.X. η Δημητριάδα έχασε την πολιτική της δύναμη και άρχισε να συρρικνώνεται εδαφικά. Εγκαταλείφθηκε το μεγαλύτερο μέρος της και ο οικισμός περιορίσθηκε στο βόρειο τμήμα της, προς τη θάλασσα, και ακόμη λιγότερο στο νότιο τμήμα της αρχαίας πόλης. Kατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους έχασε μεγάλο μέρος της σημασίας της, εξακολούθησε όμως να παραμένει η πρωτεύουσα του Kοινού των Mαγνήτων, που ήταν περιορισμένο στα όρια της Mαγνησίας. Τo Kοινό των Mαγνήτων επιβίωσε, όπως μαρτυρούν επιγραφές και νομίσματα, έως τα τέλη του 3ου αι. μ.X. Στα τέλη του 3ου - αρχές 4ου αι. μ.X., ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός κατέλυσε τα Kοινά των Θεσσαλών και Mαγνήτων και ανέδειξε τη Θεσσαλία σε ξεχωριστή επαρχία με πρωτεύουσα τη Λάρισα. H ρωμαϊκή περίοδος της θεσσαλικής ιστορίας έκλεισε οριστικά με την ίδρυση της Eπισκοπής της Δημητριάδος επί Mεγάλου Kωνσταντίνου. Η πόλη ξαναγνώρισε σχετική ακμή κατά τον 4ο και 5ο αι. μ.Χ., αλλά εγκαταλείφθηκε οριστικά τον 6ο αι. μ.Χ. Στους τελευταίους αιώνες της βυζαντινής αυτοκρατορίας τη Δημητριάδα διαδέχθηκε ο Βόλος, που βρίσκεται περίπου 1,5 χιλιόμετρο βορειότερα και εξελίχθηκε σε σημερινή πρωτεύουσα του Νομού Μαγνησίας.
Οι ανασκαφές, που άρχισαν στην περιοχή της Δημητριάδας στο τέλος του 19ου αιώνα και συνεχίζονται μέχρι σήμερα, έχουν φέρει στο φως σημαντικά μνημεία και πολλά στοιχεία για τη ζωή και την οργάνωση της αρχαίας πόλης. Ο Απ. Αρβανιτόπουλος ανέσκαψε σε μεγάλη έκταση το τείχος και τους πύργους του, όπου είχαν εντοιχισθεί οι περίφημες γραπτές επιτύμβιες στήλες, καθώς και νεκροταφεία, ιερά και μέρος του ανακτόρου και του θεάτρου. Οι ανασκαφές συνεχίσθηκαν την περίοδο 1956-1961 από τον Δ.Ρ. Θεοχάρη στο θέατρο και στο ανάκτορο, και από Γερμανούς αρχαιολόγους με επικεφαλής τον Vl. Milojcic την περίοδο 1967-1981. Από το 1981 μέχρι σήμερα διενεργούνται συστηματικές και σωστικές ανασκαφές από τη ΙΓ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων και παράλληλα πραγματοποιούνται στερεώσεις, συντηρήσεις και αναστηλώσεις μνημείων της αρχαίας πόλης.
Η αρχαία Δημητριάδα
Η
Δημητριάδα ιδρύθηκε (294-292
π.Χ.) από το μακεδόνα βασιλιά Δημήτριο Πολιορκητή με συνοικισμό πολλών πόλεων
της αρχαίας Μαγνησίας. Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, σκοπός της ίδρυσής της
ήταν η δημιουργία ενός μεγάλου ναυστάθμου που θα έδινε τη δυνατότητα στο
μακεδονικό στόλο να επεμβαίνει με ταχύτητα και αποφασιστικότητα για να επιβάλει
τα συμφέροντα του Μακεδονικού βασιλείου στα νησιά και τα παράλια του Αιγαίου.
Ο ιδρυτής της πόλης, Δημήτριος
Πολιορκητής, φρόντισε να της παραχωρήσει τις μεγάλες εκτάσεις του Πηλίου, του
Μαυροβουνίου μέχρι και την Όσσα με τα πλούσια δάση και έτσι η Χώρα της
περιέλαβε σχεδόν ολόκληρη την αρχαία Μαγνησία φθάνοντας προς βορρά έως τα στενά
των Τεμπών.
Η Δημητριάδα ήταν από τις μεγάλες
πόλεις της Ελληνιστικής περιόδου και τα ισχυρά τείχη της ξεπερνούσαν σε μήκος
τα 8 χιλιόμετρα. Η αρχαία πόλη κτίστηκε με το «ιπποδάμειο» σύστημα χωρισμένη σε
οικοδομικά τετράγωνα στο ανατολικό κυρίως τμήμα της με ένα πλέγμα κάθετα
τεμνόμενων δρόμων.
Σύμφωνα με πρόσφατα επιγραφικά
ευρήματα επιβεβαιώθηκε ότι η Δημητριάδα ανήκε στο μακεδονικό βασίλειο. Η
κατάληψη, βέβαια, ολόκληρης της Μαγνησίας από τους μακεδόνες μαρτυρείται ότι
είχε γίνει ήδη από τον Φίλιππο Β΄ στα μέσα του 4ου αι. π.Χ.
Από τη δημιουργία του Κοινού των
Μαγνήτων, το 196 π.Χ., η Δημητριάδα γίνεται πρωτεύουσά του. Την περίοδο του
Στράβωνα, τον 1ο αι. μ.Χ., είχε χάσει τη λάμψη της και τον κοσμοπολίτικο
χαρακτήρα της. Η μεγαλύτερη από τις Παλαιοχριστιανικές βασιλικές, που έχουν
αποκαλυφθεί μέχρι σήμερα, η λεγόμενη Βασιλική της «Δαμοκρατίας» λειτουργούσε
μέχρι τον 6ο αι. μ.Χ.
Η αναφορά του Προκοπίου για ανανέωση
του περιβόλου (των τειχών) της Δημητριάδος, την περίοδο του αυτοκράτορα
Ιουστινιανού (6ος αι. μ.Χ.), ο οποίος μπορεί να ταυτιστεί με τα
αποκαλυφθέντα στη συνοικία των «Παλαιών» του Βόλου μοναδικά τείχη αυτής της
περιόδου στην περιοχή, κάνει πολύ πιθανή την υπόθεση ότι η κατασκευή των νέων
τειχών συνοδεύτηκε και με μετακίνηση του πληθυσμού από τη θέση της αρχαίας
Δημητριάδος προς τον οικισμό των «Παλαιών», δηλαδή από το νότιο στο βόρειο
τμήμα του κόλπου του Βόλου.
Το αρχαίο θέατρο Δημητριάδος
Το θέατρο της Δημητριάδος
κατασκευάστηκε ταυτόχρονα με την ίδρυση της πόλης (το 294-2 π.Χ.) από τον
Μακεδόνα βασιλέα Δημήτριο Πολιορκητή. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα το θέατρο
περιέπεσε σε αχρηστία λόγω καταστροφών του (από την τελευταία εικοσιετία του
2ου αι. π.Χ. έως πιθανόν το 79 μ.Χ.) και μετά από μια μεγάλη ανακαίνιση
λειτούργησε μέχρι την τελική του εγκατάλειψη τον 4ο αι. μ.Χ., όταν με την
επικράτηση των νέων κοινωνικοπολιτικών δομών στην πόλη, το θέατρο σταμάτησε να
φιλοξενεί εκδηλώσεις της δημόσιας ζωής.
Το θέατρο της Δημητριάδος έχει όλα τα
βασικά χαρακτηριστικά των ελληνιστικών θεάτρων, δηλαδή, το κοίλο, την ορχήστρα
και το σκηνικό οικοδόμημα.
Σύμφωνα με τα λιγοστά αρχιτεκτονικά
μέλη που σώθηκαν από το θριγκό του ελληνιστικού προσκηνίου του θεάτρου, στάθηκε
δυνατό να γίνει γνωστή η μορφή του προσκηνίου της σκηνής, που ανήκει σε μια από
τις αρχιτεκτονικές φάσεις της ελληνιστικής περιόδου.
Ένας ελληνιστικός κυλινδρικός βωμός με
βουκράνια και γιρλάντες βρισκόταν στη μέση της ορχήστρας, ενώ στην περιφέρειά
της ήταν στημένα ψηφίσματα της Δημητριάδος και του Κοινού των Μαγνήτων, όπως το
μεγάλο τιμητικό ψήφισμα του Κοινού των Μαγνήτων που εκδόθηκε για να τιμήσει τον
Γραμματέα των Συνέδρων του Κοινού Δημήτριο Ορέστου.
Η περιοχή του θεάτρου έγινε ο χώρος
απόκρυψης ενός θησαυρού αργυρών νομισμάτων του Κοινού των Θεσσαλών και των
Μαγνήτων, μετά τα μέσα του 1ου αι. π.Χ. κατά την περίοδο που το θέατρο δεν
λειτουργούσε.
Τέλος στη ρωμαϊκή φάση λειτουργίας του
θεάτρου ανήκει ένα ενεπίγραφο βάθρο προς τιμήν του αυτοκράτορα Τίτου, που
βασίλεψε από το 79 ως το 81 μ.Χ. και χαρακτηρίζεται ως Νέος Απόλλων.
Tα κτίσματα και οι κατασκευές
Κατά τη διάρκεια των δυο περίπου
αιώνων (από την τελευταία εικοσαετία του 2ου αι. π.Χ. έως πιθανόν το 79 μ.Χ.),
όταν το θέατρο δεν λειτουργούσε, λόγω των μεγάλων καταστροφών που είχε υποστεί,
και ενώ το ίδιο το μνημείο ήταν άνω κάτω από την πτώση των αναλημματικών τοίχων
στις παρόδους, βόρεια του θεάτρου κατασκευάστηκε πιθανόν μετά το 120 π.Χ. ένα
μεγάλο κτίριο σε σχήμα «γάμα», η δυτική πτέρυγα του οποίου κατέστρεψε τμήμα του
βόρειου παρασκηνίου της σκηνής. Στο ανατολικό όριο της βόρειας πτέρυγάς του
κτιρίου εγκαταστάθηκε αρχικά ένα Εργαστήριο κεραμικής.
Αργότερα, όταν το εργαστήριο κεραμικής εγκαταλείφθηκε στην περιοχή του κλιβάνου
και των λεκανών καθαρισμού του πηλού κατασκευάστηκε ένα μεγάλο πλούσιο κτίριο
του οποίου οι εσωτερικοί τοίχοι καλύπτονταν με λευκά και χρωματιστά Κονιάματα.
Πάνω στο κοίλο, εκεί που αρχίζει να
ξεχωρίζει το επιθέατρο, περνά ο κτιστός αγωγός τουΥδραγωγείου της
Δημητριάδος, που έφερνε το νερό από το Πήλιο και το οδηγούσε με την υδατογέφυρα
(στη θέση «τα δόντια» -σώζονται σήμερα μόνον το κάτω μέρος των πεσσών της) στη
συνοικία του βόρειου λιμένος της Δημητριάδος (στην περιοχή «Πευκάκια»).
Πύρασσος
Πόλη ομηρική δίπλα από τις Φθιώτιδες
Θήβες με ακρόπολη και φυσικό λιμάνι που άκμασε την περίοδο μετά την καταστροφή
των Φθιώτιδων Θηβών στα ρωμαϊκά και παλαιοχριστιανικά χρόνια. Υπάρχουν πολλά
ευρήματα από όλες τις περιόδους και ειδικά νεολιθικά αγγεία και εδώλια και οι
παλαιοχριστιανικές βασιλικές (Νέα Αγχίαλος).
ΥΠΕΥΘΥΝΕΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΒΑΛΑΣΣΑ ΑΣΠΑΣΙΑ
ΚΑΡΚΑΛΕΤΣΟΥ ΜΑΡΙΑ
ΚΑΤΣΙΚΗ ΝΙΚΟΛ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.